- ἄτεχνον
- ἄτεχνοςwithout artmasc/fem acc sgἄτεχνοςwithout artneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άτεχνος — η, ο (AM ἄτεχνος, ον) [τέχνη] Ι. 1. αυτός που δεν έχει τα χαρακτηριστικά του έντεχνου, άκομψος, απλοϊκός 2. (για πράγμα) κακοφτιαγμένος 3. (για πρόσ.) αδέξιος, ανεπιτήδειος II. επίρρ. ατέχνως αμελέτητα πρόχειρα αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τo… … Dictionary of Greek
τεχνίτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. τεχνίτρα και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια τέχνη, ιδίως χειρωνακτική, μάστορης 2. αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα τής τέχνης για την εκτέλεση ενός έργου (α. «ο άντρας … Dictionary of Greek
ԱՆԱՐՈՒԵՍՏ — (ի, ից.) NBH 1 0117 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c ա. ἅτεχνος arte carens, imperitus Որպէս անգէտ արուեստի. անտեղեակ. անվարժ. եւ ո՛չ ճարտար ոք. արհեստ չգիտցօղ. ... *Բժիշկ անարուեստ. Ածաբ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ЗЕНОН КИТИЙСКИЙ — [греч. Ζήνων ὁ Κιτιεύς] (IV III вв. до Р. Х.), древнегреч. философ, основатель стоической философской школы (см. ст. Стоицизм). Жизнь и сочинения Точная дата рождения З. К. неизвестна, приблизительная датировка дается по ряду косвенных… … Православная энциклопедия